- κατακάθισμα
- το1.καθίζηση, υποχώρηση, βούλιαγμα.2. κατακάθι (βλ. λ.).3. μτφ., ηρέμηση, καλμάρισμα, κατευνασμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατακάθισμα — το [κατακαθίζω] 1. καθίζηση, υποχώρηση, βούλιαγμα 2. κατακάθι* 3. καθησύχαση, κατευνασμός … Dictionary of Greek
ίζηση — η καθίζηση, κατάπτωση, κατακρήμνισμα, κατακάθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵζω. Η λ. στην αρχ. απαντά μόνο ως β σύνθ. (πρβλ. εν ίζησις, προσ ίζησις, συν ίζησις)] … Dictionary of Greek
κατακάθι — το 1. υποστάθμη, ίζημα, καταστάλαγμα, κατακάθισμα 2. άτομο κακής υπόστασης, κακοποιό στοιχείο, παλιάνθρωπος («κατακάθι τής κοινωνίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακαθίζω υποχωρητικά] … Dictionary of Greek
καταστάλαγμα — το [κατασταλάζω] 1. το προϊόν τής απόσταξης, το κατακάθισμα, το ίζημα 2. η απόσταξη, το στράγγισμα 3. το ξαστέρωμα, το λαμπικάρισμα 4. έκβαση, αποτέλεσμα, αποκρυστάλλωμα … Dictionary of Greek
κρηπίδα — Όρος της ωκεανογραφίας που περιγράφει την υποθαλάσσια ζώνη του βυθού των θαλασσών. Η θαλάσσια κ. φτάνει σε βάθος 200 μ. Η μορφή της επιφάνειας της ηπειρωτικής κ. οφείλεται κυρίως σε ενέργειες σημειούμενες σε περιόδους κατά τις οποίες η στάθμη της … Dictionary of Greek
αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… … Dictionary of Greek
ίζημα — το, ατος 1. κατακάθισμα, κατακάθι: Ίζημα ανθρακικού ασβεστίου. 2. πέτρωμα που σχηματίστηκε από την καθίζηση ουσιών που αιωρούνται στον αέρα ή βρίσκονται μέσα στο νερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εναπόθεση — η 1. η τοποθέτηση πράγματος μέσα σε άλλο, αποθήκευση. 2. στον πληθ., εναποθέσεις το κατακάθισμα αλάτων στην εσωτερική επιφάνεια ατμολέβητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατακάθι — το καθίζημα, κατακάθισμα, υποστάθμη: Πετάμε το κατακάθι του λαδιού, γιατί δεν είναι καθαρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταστάλαγμα — το, ατος 1. το αποτέλεσμα του κατασταλάζω, κατακάθισμα, κατακάθι: Αυτό είναι το καταστάλαγμα του λαδιού. 2. κατάληξη, αποτέλεσμα: Το καταστάλαγμα των ενεργειών του ήταν να πάρει τη θέση που ζητούσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)